συναλλαγματικός

συναλλαγματικός
συναλλ-αγμᾰτικός, ή, όν,
A of or for contracts, Sch.Th.1.77.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναλλαγματικός — ή, όν, ΝΑ [συνάλλαγμα, άγματος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συνάλλαγμα 2. το θηλ. ως ουσ. η συναλλαγματική (εμπ. δίκ. οικον.) έγγραφο που ανήκει στην κατηγορία τών αξιογράφων εις διαταγήν υπό τύπον ανοιχτής επιστολής η οποία… …   Dictionary of Greek

  • συναλλαγματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο συνάλλαγμα: Αυξήθηκαν τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναλλαγματικαῖς — συναλλαγματικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγματικῇ — συναλλαγματικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγματικήν — συναλλαγματικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • sinalagmático — (Derivado del gr. synallagma , contrato.) ► adjetivo DERECHO Se aplica al contrato que es bilateral o recí proco. * * * sinalagmático, a (del gr. «synallagmatikós», perteneciente al contrato) adj. Der. Bilateral. ⇒ *Recíproco. * * * sinalagmático …   Enciclopedia Universal

  • συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • sinalagmático — (Del gr. συναλλαγματικός, perteneciente al contrato). ☛ V. contrato sinalagmático …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”